δεσμωτήρια

δεσμωτήρια
δεσμωτήριον
prison
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παντόθυρος — ον, Α ασφαλισμένος με πόρτες από παντού («παντόθυρα δεσμωτήρια», Επιφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + θύρα (πρβλ. άθυρος)] …   Dictionary of Greek

  • Μπουμπουλίνα, Λασκαρίνα — (Κωνσταντινούπολη 1776 – Σπέτσες 1825). Αγωνίστρια του 1821. Ο πατέρας της, ο Σταυριανός Πινότσης, πέθανε στα δεσμωτήρια της Πύλης και, αργότερα, η χήρα μητέρα της παντρεύτηκε τον Σπετσιώτη πρόκριτο Δημήτριο Λαζάρ Ορλόφ. Η Λασκαρίνα μεγάλωσε στις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”